- μισοπολίτης
- μισοπολίτης, ὁ (Α) [μισόπολις]αυτός που μισεί τους πολίτες, την κοινωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοπολίτας — μισοπολίτᾱς , μισοπολίτης citizen hater masc acc pl μισοπολίτᾱς , μισοπολίτης citizen hater masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)